- συμφωνούμαι
- συμφωνούμαι, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:συμφωνούμαι : η παθητική φωνή δεν απαντάται συχνά, σε σχέση με την ενεργητική.Έχει κυρίως την έννοια → είμαι αντικείμενο συμφωνίας.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.