συμφωνούμαι

συμφωνούμαι
συμφωνούμαι, συμφωνήθηκα, συμφωνημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
συμφωνούμαι : η παθητική φωνή δεν απαντάται συχνά, σε σχέση με την ενεργητική.
Έχει κυρίως την έννοια είμαι αντικείμενο συμφωνίας.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρτικροτώ — ἀρτικροτῶ ( έω) (Α) 1. εξοπλίζω, εφοδιάζω 2. παθ. ( ούμαι) συμφωνούμαι …   Dictionary of Greek

  • προσυμφωνώ — έω, Α [συμφωνῶ] (συν. το παθ.) προσυμφωνοῡμαι, έομαι συμφωνούμαι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”